- απόσβεσα
- απόσβεσα, (να αποσβέσω, κατά το απέκλεισα, βλ. πίν. 40
, αόρ. του αρχ. ρ. αποσβέννυμι - αποσβεννύω)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀποσβέσας — ἀποσβέσᾱς , ἀποσβέννυμι extinguish aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσβέσασα — ἀποσβέσᾱσα , ἀποσβέννυμι extinguish aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσβέσασαν — ἀποσβέσᾱσαν , ἀποσβέννυμι extinguish aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)